οξυγονοκολλητής

οξυγονοκολλητής
ο [οξυγονοκολλώ]
ειδικός τεχνίτης που ασχολείται με την οξυγονοκόλληση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οξυγονοκολλητής — ο ο ειδικός τεχνίτης για οξυγονοκολλήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκολλώ — συγκόλλησα, συγκολλήθηκα, συγκολλημένος, συνδέω δύο πράγματα με κόλλα ή με άλλο τρόπο: Ο οξυγονοκολλητής συγκόλλησε τα δύο μέταλλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”